αμπαρκάριστος

αμπαρκάριστος
-η, -ο
αυτός που δεν τον πήραν για κάποια δουλειά σε πλοίο: Είχε μείνει κάμποσους μήνες αμπαρκάριστος κι ήταν απένταρος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμπαρκάριστος — η, ο [μπαρκάρω] 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν μπάρκαρε, δεν ναυτολογήθηκε, δεν προσλήφθηκε σε πλοίο 2. (για εμπορεύματα) αυτός που δεν φορτώθηκε στο πλοίο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”